- εὐρυχώρῳ
- εὐρύχωροςroomymasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυχωρώ — εὐρυχωρῶ, έω (ΑΜ) [ευρύχωρος] μσν. αφήνω ελεύθερο χώρο αρχ. 1. έχω ελεύθερο χώρο 2. διευρύνω … Dictionary of Greek